Λάθος και επανόρθωση στην εποχή της ακαριαίας αναπαραγωγής

Να ένα από τα τελευταία λάθη μιας πολύ μεγάλης σειράς λαθών. Ο Τζέφρι Πάιατ, πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ελλάδα, είπε κάποια πράγματα για τις προσπάθειες επιρροής της Ρωσίας γενικά και έφερε το παράδειγμα των ΗΠΑ το 2016, αλλά και της ρωσικής πολιτικής επιρροής σε θέματα που αφορούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό έγινε σε ημερίδα για την παραπληροφόρηση (disinformation) που διεξήχθη στις 4 Μαρτίου στην Αθήνα. Ο Πάιατ έκανε μια σύντομη δήλωση στον Ant1 για το θέμα.

Εδώ αρχίζουν τα άσχημα. Το ένα και κρισιμότερο σημείο των δηλώσεων μεταφέρθηκε με λανθασμένο τρόπο. Ότι, δηλαδή, η Ρωσία επιχειρεί να επηρεάσει και τις ελληνικές εκλογές (υποθέτει κανένας, ότι κατά μείζονα λόγο θα το πράξει στις εθνικές). Δήθεν επιχειρεί· ο πρεσβευτής στην πραγματικότητα είπε ότι δεν έχει ενδείξεις, αλλά να προσέχουμε κλπ κλπ. Το λάθος πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στον δημοσιογράφο του Ant1 Νικόλα Βαφειάδη, για το οποίο ζήτησε συγγνώμη αφού είχε προηγηθεί η διάψευση του Πάιατ. Φυσικά -φυσικά- το λάθος είχε αναπαραχθεί παντού στον ηλεκτρονικό Τύπο (αλλά και επιδιορθώθηκε, αν και όχι παντού).

Τι να κρατήσουμε όμως για το ατόπημα του δημοσιογράφου, πέρα από τη γενική κρίση που εξέφρασε ο Στάθης Καλύβας (και πιθανόν όχι μόνο αυτός), για την ειρωνεία του πράγματος να υπάρξει περιστατικό παραπληροφόρησης σε ημερίδα για την παραπληροφόρηση.

Ότι, πρώτον, η ταχύτητα και η άκριτη αναπαραγωγή έχει υπονομεύσει κάθε στοιχειώδη δημοσιογραφική κρίση και επιφύλαξη ακόμη και σε κατά τεκμήριο έμπειρους επαγγελματίες, αν τουλάχιστον συνδέσουμε γραμμικά τα χρόνια εργασίας με την εμπειρία. Σίγουρα όχι πρωτότυπη ή διαφωτιστική η παρατήρηση, γιατί ίσως πλέον το πρόβλημα να πρέπει να το εντοπίσει κανένας στο προσωπικό των μέσων, τουλάχιστον των ελληνικών, όπου κάθε οριζόντια ή κάθετα εκπορευόμενη αίσθηση καθήκοντος (είτε, δηλαδή, από την δεοντολογία του κλάδου είτε από την ιεραρχία του μέσου από πάνω προς τα κάτω) έχει αποσαθρωθεί. Η αιτιολογία «έγινε λάθος» την πρώτη φορά μπορεί να σταθεί σαν δικαιολογία· μετά αρχίζει να γίνεται όλο και πιο αδόκιμη.

Και, δεύτερον, ότι γενικά δεν υπάρχουν αξιόπιστοι μηχανισμοί πλήρους επανόρθωσης που να φτάνουν στο κοινό και πολύ περισσότερο, θα έλεγα, να αφορούν κατεξοχήν το κοινό. Δηλαδή, πέρα από την απόλυση (που δεν διορθώνει το λάθος του συντάκτη, δεν είναι βέβαιο ότι αποκαθιστά το εσωτερικό πρόβλημα και δεν εμπεδώνει μια αίσθηση καθήκοντος και δεοντολογίας στο προσωπικό του μέσου), κάθε μηχανισμός επανόρθωσης, ακόμη και από το μη σκόπιμο λάθος, αποδεικνύεται εξίσου -αν όχι και περισσότερο- χρονοβόρος και αναποτελεσματικός. Πώς να εντοπίσεις και πώς να πείσεις όσους έσπευσαν να σε αναμεταδώσουν ότι έχουν κάνει λάθος; Σχετικά εύκολο το πρώτο, αρκετά δυσκολότερο το δεύτερο· πρακτικά πρέπει να τους ψάχνεις έναν προς ένα, αλλά τι γίνεται και με τα μέσα ενημέρωσης και τους επιδραστικούς χρήστες που σε αναμετέδωσαν; Το ευκολότερo είναι λοιπόν να ξεμπερδέψεις με ένα tweet και μια σημείωση στο κάτω μέρος της σελίδας.

Ψυχοθλιπτικό συμπέρασμα: Σε έναν κλάδο που έχει μάθει να λειτουργεί με αφύσικες ταχύτητες, χωρίς αίσθηση του πραγματολογικού λάθους και χωρίς διάθεση να το διορθώσει, ας μην περιμένουμε, όχι απλά αξιόπιστους μηχανισμούς διόρθωσης, αλλά ούτε και συζήτηση -έστω εσωτερική- για αυτούς.