Εκατό χρόνια, διακόσιες σελίδες

Ένα βιβλίο χτισμένο πάνω στην αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο αναγκάζει τον συγγραφέα, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον, να διατηρεί τη ροή του προφορικού λόγου σταθερή. Είναι δύσκολο να γράφεις «λάθος», να έχεις ήρωες που μιλούν με ένα τρόπο πέρα -δεν λέω πάνω ή κάτω, καλύτερο ή όχι- από αυτόν της καθημερινότητας. Είναι έργο που θέλει κόπο, επεξεργασία και προετοιμασία, αλλά κυρίως κόπο, για να κρατηθεί σε ένα κάποιο επίπεδο· να φαίνεται και να είναι πειστικό. Πάνω από όλα χρειάζεται μια δυνατή ιστορία.

Αύγουστος Κορτώ, Ρένα

Ο Αύγουστος Κορτώ στη Ρένα έβαλε αυτό το στοίχημα, αλλά προσέκρουσε στο δικό του ύφος. Τα υλικά τα είχε όλα στα χέρια του. Καταρχάς μία ιστορία από το περιθώριο της κοινωνίας, από αυτές που γοητεύουν όσους δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ζήσουν σε αυτό· μια μικροϊστορία που διασχίζει τη νεοελληνική ιστορία από την πλευρά των ανθρώπων του περιθωρίου. Η προγραμματική δήλωση της Ρένας την θέλει εξάλλου μια «παλιά πουτάνα, ιστορική, του μουσείου», συνδέοντας την προσωπική ιστορία με αυτήν της χώρας. Η αφήγηση ανήκει σε μια γυναίκα που μέσα της, αν και πια είναι 100 χρονών, δεν έχει ξεθωριάσει η έντονη ανάμνηση όσων έζησε. Και έζησε και είδε πολλά.

Ο λόγος της Ρένας προσπαθεί να μείνει λαϊκός, με το ύφος μιας περπατημένης, περιπαθούς από φύση αλλά και αγράμματης γυναίκας. Δεν τη νοιάζει φυσικά να τα πει με σωστά λόγια, την νοιάζει όμως να είναι σωστή στη διατύπωση των αισθημάτων της. Όσο κυλούν οι σελίδες το ύφος της διασταυρώνεται με αυτό του Κορτώ που έχει μια τάση για κάπως φανταχτερές εικόνες, μακροπερίοδο λόγο και παρομοιώσεις μάλλον ασύμβατες με τον λόγο που θα περιμέναμε από μια γυναίκα σαν τη Ρένα. Από μια γυναίκα λαϊκή, με τη σημασία «του λαού», θα περίμενε κανένας να κάνει το συνηθισμένο λάθος «στην οδός Αθηνάς» (και πράγματι το κάνει), αλλά αυτό δεν αρκεί για να κάνει τον λόγο της πειστικά χαμηλού ύφους. Δεν περιμένει ούτε και πολύ μεγάλες, αλλά όχι παραληρηματικές, περιόδους. Τελικά, όσο προχωρούν οι σελίδες, δεν φαίνεται πια αν η Ρένα μιλά μέσα από τον Κορτώ ή αν ο Κορτώ μιλά με το στόμα της Ρένας.

Σε όλο το βιβλίο ξετυλίγεται η εικόνα του μικρού ανθρώπου, αυτού της καθημερινότητας, ένας everyman που κατά τύχη και επ’ ωφελεία της πλοκής βρίσκεται μπροστά σε ιστορικά γεγονότα. Η Ρένα -η ίδια!- ήταν αυτόπτης στη δολοφονία του εργάτη Τάσου Τούση στη Θεσσαλονίκη το 1936, έχασε έναν σύντροφο στη διαδήλωση των Δεκεμβριανών, πέρασε ένα απόγευμα με τον Πάμπλο («Παυλάρα») Πικάσο στους Πεταλιούς και κάποιες ώρες(;) με πελάτη της τον Κώστα Καρυωτάκη, κάποια λεπτά με τον Μάνο Χατζηδάκη (ως επισκέπτη) και ήταν πολύ κοντά στο Πολυτεχνείο πριν γκρεμίσει την πύλη το τανκ.

Είναι αυτό τελικά ένα τέχνασμα που κάνει το βιβλίο να κυλά, αν και φαίνεται κάπως βεβιασμένο (ο Κορτώ παραλείπει σχεδόν όλα τα ενδιάμεσα γεγονότα). Η αρετή του ευάναγνωστου περιεχομένου δεν μπορεί να απαλείψει τα προβλήματα που έχει το βιβλίο και η αυτοπεριγραφή «μυθιστόρημα» στη σελίδα τίτλου δύσκολα δικαιώνεται, ούτε στα τεχνικά του όρου ούτε στο ουσιαστικό περιεχόμενο. Αλλά πάντως η Ρένα διαβάζεται εύκολα και ευχάριστα.