«Μόλις τώρα άρχισα να συνειδητοποιώ...»

Το ενδεχόμενο να έφτανε η Μαρίν Λεπέν στην προεδρία της Γαλλίας δεν παύει να θεωρείται ένα τεράστιο σοκ για τη Γαλλία και τον κόσμο. Η παρήγορη σκέψη είναι ότι τα πράγματα μπορεί να μην πάνε όσο άσχημα όσο φοβόμαστε, ότι με το 33,90% που έλαβε στον δεύτερο γύρο λογικά έφτασε στο peak της επιρροής. Μια νοητή διαδρομή από το «αποκλείεται» στο «έλα μωρέ» και ξανά στο «αποκλείεται», με όλο και χαμηλότερες προσδοκίες και μικρότερους φόβους: αυτά, όμως, -δηλαδή, και αυτά- τροφοδοτούν την Ακροδεξιά, όσο όλοι οι άλλοι κοιμούνται.

Karim Amellal, Μπλε άσπρο μαύρο

Αυτό είναι το πλαίσιο του what-if βιβλίου του Καρίμ Αμελάλ που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2016. Και δεν είναι καθόλου φανταστικό. Τα πρόσωπα και -κυρίως- οι καταστάσεις υπάρχουν ήδη στη χώρα, οι προεδρικές εκλογές ήταν προγραμματισμένες και η Λεπέν δημοσκοπικά κυρίαρχη πριν από τον πρώτο γύρο, πράγμα που εξάλλου είδαμε και στις κάλπες.

Στo ασφυκτικό κράτος που στήνει στο βιβλίο το αντίγραφο της Λεπέν, η Μιρέιγ Λεφέκ, οι πολίτες αντιδρούν στην αρχή σπασμωδικά και σκέφτονται σπασμωδικότερα· δείχνουν να δυσκολεύονται να ενώσουν τα κομμάτια μπροστά στα μάτια τους. Υπάρχει ένα μούδιασμα μετά τη νίκη της Λεφέκ, αλλά το «πόσο άσχημα μπορεί να πάνε πια τα πράγματα» καθηλώνει τους πάντες, την ώρα που η νέα πρόεδρος απλώς εφαρμόζει το πρόγραμμά της χωρίς αργοπορία ή παρέκκλιση. Ο ήρωας φτάνει στην σελίδα 321, στα τρία τέταρτα του βιβλίου, για να μας πει (και πάλι όμως από μέσα του!) ότι «μόλις τώρα άρχισα να συνειδητοποιώ την έκταση της εθνικής τραγωδίας που διαγραφόταν μπροστά στα μάτια μας». Τα πράγματα στη συνέχεια παίρνουν -ίσως κάπως βεβιασμένα- τον δρόμο τους, η αντίσταση οργανώνεται, ακόμα και ο δισταγμός του ήρωα κάμπτεται και γίνεται και αυτός μέλος της αντίστασης, πάνω που φοβόμαστε ότι θα δείλιαζε.

Ο Αμελάλ δεν είχε παρά να περιγράψει ό,τι έβλεπε γύρω του και να βάλει λίγο τη φαντασία του να προεκτείνει τις γραμμές. Αν και θα μπορούσε να δοκιμάσει μια πιο στέρεα λογοτεχνική γραφή, δεν τη βλέπουμε και δεν αποκλείεται να είναι πέρα από τις δυνάμεις του. Διαβάζει κανένας αδόκιμες ή/και άκομψες επαναλήψεις, ακόμη και ανόητες παρομοιώσεις για ένα χέρι που ήταν άνευρο «σαν μολώχα» ή τις δύο φορές μέσα σε διπλανές σελίδες που τα κόκκινα μάτια παροιμοιάζονταν με τις παιώνιες. Ήταν η πίεση του χρόνου να προλάβει την αναμέτρηση;

Μέσα στον ποταμό της αφήγησης, οι ήρωες, εκτός ίσως από τον βασικό, μοιάζουν να είναι στον κόσμο τους και, πράγματι, όλοι λίγο ως πολύ είναι. Ως ένα βαθμό, νομίζω ότι απαλλάσσει τον Αμελάλ από την υποχρέωση να τους εξερευνήσει βαθύτερα. Ακόμα και σημαντικές πτυχές της προσωπικότητας του ήρωα παραμένουν σε δεύτερο πλάνο: πώς παλεύει με την αλγερινή/αραβική/ισλαμική ταυτότητά του, ποια από τις τρεις και σε τι βαθμό θέλει να είναι;

Το βιβλίο του κυλά γρήγορα· θα μπορούσε να γίνει κατευθείαν μια καλή ταινία (με το φινάλε που έχει σχεδόν σίγουρα) ή ένα σίριαλ· δεν είναι, όμως, σπουδαία λογοτεχνία. Αυτό από μόνο του δεν είναι πρόβλημα, αν όμως αναζητά κανένας μια πληρέστερη λογοτεχνική πρόταση, μάλλον δεν θα τη βρει εδώ. Αν όχι, το βιβλίο μπορεί και πρέπει να προβληματίσει και μπορεί να γίνει οδηγός για το τι να αποφύγουμε στο ελληνικό μέλλον.