Φεστιβάλ ψευδότητας

Κατά κάποιο τρόπο αυτή είναι μιαν ανασκόπηση του περασμένου έτους κατά τα ειωθότα στην αρχή ενός νέου – έστω τον Μάρτιο. Προσπαθεί να δει λίγο πιο προσεκτικά, αν και ομολογουμένως αμέθοδα, πέντε περιπτώσεις από το 2018 όπου φαίνεται πόσο δύσκολο είναι να κατασκευαστεί ένα ψευδές μεν αλλά πραγματικά πειστικό πακέτο είδησης ή/και πληροφορίας –ας το πούμε κβάντο είδησης ή/και πληροφορίας με χρώμα ψεύδους– αλλά και πόσο εύκολο είναι να μοιάζει ρεαλιστικό όταν είναι καλοφτιαγμένο. Οι περιπτώσεις διακρίνονται από ένα κοινό χαρακτηριστικό: όλες είναι πειστικές. Θα μπορούσε ίσως να προσθέσει κανένας και άλλα επίθετα, όπως «αληθοφανείς» ή «εύλογες», αλλά το «πειστικές» αρκεί. Δεν θα τις πω «fake news», γιατί δεν συμφωνώ με την άκριτη διεύρυνση του όρου που καλείται πλέον να στεγάσει κάθε είδους λάθη, τερατολογίες και χοντροκομμένες σκοπιμότητες. Νομίζω ότι πρέπει να συσταλεί ο ορισμός, ώστε το «fake» να αναφέρεται στη σκόπιμη και διακριτική αλλοίωση, όχι πάντως απαραίτητα για υλικό που προορίζεται να καταναλωθεί ως είδηση, ως «news»· δηλαδή, όπου το «news» δεν είναι και τόσο «news» και το «fake» δεν είναι εξόφθαλμα «fake».

Μέχρι να διατυπώσω –και αν το κάνω ποτέ– αυτές τις σκέψεις κάπως καλύτερα, στέκομαι σε ένα από τα πλέον πειστικά παραδείγματα που εμφανίστηκαν πέρυσι, την εικόνα μιας τραγουδίστριας και της δήλωσής της. Είναι μια κατά βάση αληθινή εικόνα: αυτή είναι η Ελένη Φουρέιρα ή, αλλιώς, αυτή είναι η Ελένη Φουρέιρα, η οποία όντως εμφανίστηκε στο «Πρωινό μου» με τον Γιώργο Λιάγκα και τη Φαίη Σκορδά που μεταδόθηκε στις 14 Μαρτίου 2016 από τον Ant1. Το σκρίνσοτ είναι, πέρα από τη δήλωση, πραγματικό, εξάλλου το περιβάλλον φωνάζει από μακριά «πρωινή ψυχαγωγική εκπομπή». Αλλά τα λόγια δεν ανήκουν στη Φουρέιρα.

Η Ελένη κοιμόταν λοιπόν με ανοιχτά παράθυρα

Αυτή η καλοφτιαγμένη πλαστή εικόνα, της οποίας τον δημιουργό δυστυχώς δεν γνωρίζω, είναι μάλλον κατά τύχη ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς παράγεται το πραγματικά αληθοφανές ψεύδος στα κοινωνικά δίκτυα και στα μέσα ενημέρωσης. Χτίζεται σαν μια δήλωση, μια πράξη ή ένα σύνολο δεδομένων, όπου όλα τα επιμέρους συστατικά είναι πραγματικά, επαληθεύσιμα ή/και προσιτά στην κοινή εμπειρία. Ωστόσο υπάρχει και ένα –αν μπορούμε να το πούμε έτσι– λεπτό νήμα ψευδότητας που τα συνέχει.

Η Φουρέιρα εμφανίζεται να λέει κάτι πιθανοφανές (γιατί κάποιος θα μπορούσε να το έχει πει σε κάποια στιγμή και το έχουν κάνει πολλοί είτε το πιστεύουν είτε όχι), ότι «επί χούντας κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα». Είναι αδύνατον να καταλάβει κανένας αν η φράση, απομονωμένη όπως είναι σε αυτή την εικόνα από κάθε πλαίσιο, είναι παρατήρηση ή πεποίθηση· αν η Φουρέιρα πιστεύει ότι όντως ο κόσμος στην Αλβανία κοιμόταν με ανοιχτά παράθυρα γιατί δεν φοβόταν τους ληστές ή αν μεταφέρει λόγια τρίτων και αν αυτό που είπε το θεωρεί αλήθεια, ψέμα, υπερβολή ή ό,τι άλλο. Η μετατόπιση από τη χούντα του Παπαδόπουλου, στην οποία αναφέρεται η φράση, στη χούντα του Χότζα είναι πιο εύκολη από ό,τι φαίνεται.

Γιατί και η εικόνα παρασύρει διακριτικά και ύπουλα σε μια ερμηνεία. Το περιβάλλον του πρωινού σόου δεν ευνοεί ή/και δεν ανέχεται πολιτικές συζητήσεις ουσίας και το πολύ να ενθαρρύνει ρηχές πολιτικές τοποθετήσεις· η ιδιότητα της καλεσμένης δεν είναι αυτή που θα μας κάνει να περιμένουμε τοποθετήσεις ουσίας, εξάλλου νομίζουμε ότι οι ποπ τραγουδιστές δεν μιλάνε για αυτά, άσε που έχουν στρεβλή αντίληψη του κόσμου· η καταγωγή της δεν την κάνει αυτομάτως ειδήμονα, γιατί έζησε μέχρι τα 7-8 της στην Αλβανία στο χρονικό όριο της κατάρρευσης του κομμουνισμού, άρα πόσα να θυμάται και πόσο καλά να ξέρει αν επί Χότζα (που πέθανε 12 χρόνια πριν γεννηθεί η ίδια) όντως ζούσαν καλύτερα. Εξάλλου και η Αλβανία δεν χρησιμοποιείται όσο συχνά η Βόρεια Κορέα, η Βενεζουέλα και η ΕΣΣΔ σαν αντιπαράδειγμα φτωχοποίησης και απολυταρχίας, παρά το ότι γεωγραφικά και σαν εμπειρία είναι πολύ κοντά μας· αν μη τι άλλο, είναι πιο πιθανό να γνωρίσουμε/γνωρίζουμε έναν Αλβανό παρά έναν Βενεζουελάνο ή έναν Βορειοκορέατη.

Αυτή η εικόνα ήταν λοιπόν ένα από τα καλύτερα υποδείγματα για το πώς μπορούν να σταθούν πραγματικά fake news με τη δυνατότητα να είναι συνεχώς ανακυκλούμενα. Κάθε φορά που η ψευδογραφία ενεργοποιεί την αμφιβολία («Λες να είναι έτσι…») έχει πετύχει τον σκοπό της· είναι τότε πολύ εύκολο να πατήσει κανένας το κουμπί του share.

Στο ίδιο πλαίσιο -αν και λιγότερο προσεγμένα- κάτι παρόμοιο συνέβη με την περίπτωση της ψευδοαφίσας για το Μακεδονικό και το συλλαλητήριο κατά της εκχώρησης του ονόματος «Μακεδονία» (ή κάπως έτσι). Άνθρωποι μάλλον προϊντερνετικοί οι διοργανωτές και σε μεγάλο μέρος του το κοινό που περίμεναν, προτιμούσαν να εμφανίζονται συχνά στον ΣΚΑΪ που έχει παράδοση σε κάτι τέτοια αφελή καλέσματα όταν τον πιάνει ο πόνος για τη δημοσιογραφική δεοντολογία. Πριν από το συλλαλητήριο κυκλοφόρησε μια -ας την πούμε ηλεκτρονική- αφίσα που έφτιαξαν τα μέλη της σελίδας στο Facebook Ελληνο-Χριστιανικό Ethnostedon.

Προσοχή! Σλαβομακεδονικός κίνδυνος!

Σημειολογώντας την αφίσα πρόχειρα, εικονογραφεί κάπως υπερβολικά εν μέσω πατριωτικής έξαρσης (αλλά και αυτό είναι αναμενόμενο) τον φόβο από τις αλυτρωτικές βλέψεις της -σήμερα πια- Βόρειας Μακεδονίας, με μια ιδέα από το παλιό άγχος του σοβιετικού κινδύνου (αρκούδα), τον φόβο (τρομαγμένες κοπέλες) και τη γενναιότητα (ατρόμητα παλικάρια). Η άτεχνη τοποθέτηση της σημαίας με τον Ήλιο της Βεργίνας πάνω στην αρκούδα δεν θα ξένιζε· στο μαχαίρι η ελληνική φαίνεται αρκετά καλά. Αν υπάρχει ένα σημείο που θα μπορούσε να προδώσει το μάτι (ένα όχι και τόσο υποψιασμένο μάτι) αλλά δεν το έκανε- είναι ότι η εμφάνιση των γυναικών παραπέμπει σε παλαιότερες δεκαετίες. Ακόμη και έτσι, το μήνυμα που εκπέμπει φωνάζει πιο δυνατά από τις λεπτομέρειες που προδίδουν την εκμοντερνισμένη κατασκευή. Για το κοινό που θα καταναλώσει μια τέτοια αφίσα, σε περίπτωση που όντως είχε φτιαχτεί από τους διοργανωτές ή έστω το πατριωτικό κύκλωμα, είναι πειστική, εμψυχωτική και φυσικά αρκούντως πατριωτική.

Αν όμως το κοινό της διαδήλωσης είναι πράγματι προϊντερνετικό, αυτές οι λεπτομέρειες περνούν απαρατήρητες. Εστιάζει περισσότερο σε αυτά που θέλει να δει στην εικόνα και ελάχιστα προσέχει ή/και αναζητά λεπτομέρειες που καταρρίπτουν την προειλημμένη του πεποίθηση, αν δεν τις παρακάμπτει κιόλας. Αλλά αν ισχύει αυτό, η πρόθεση των δημιουργών είναι να στοχεύσουν καταρχάς στο επιρρεπές στο clickbait κοινό που εξέθρεψε η κρίση, ένα κοινό αφελές και ξενοφοβικό που αναζητά δυνατά και εμψυχωτικά μηνύματα στα οποία μόνο οι μικρές λεπτομέρειες είναι αυτές που φανερώνουν τη φάρσα και όχι ένα ηθελημένα υπερβολικό μήνυμα. Μπορούμε να τους δούμε σαν ένα ιντερνετικά ημιεγγράματο κοινό που γνωρίζει πώς να κινείται στα γνώριμα για αυτό μονοπάτια, αλλά χάνεται όταν ξεμακραίνει από αυτά. Δεν θα πειστεί από το ολοσδιόλου πλαστό μήνυμα, αλλά χρειάζεται εκ μέρους του κακόβουλου δημιουργού (έστω και αν το «κακόβουλος» είναι υπερβολικός χαρακτηρισμός) περισσότερη προσπάθεια και ειδική μεταχείριση.

Ένα διαφορετικής τάξης πρόβλημα έχουν οι εγγράματοι που έχουν την τάση να ακολουθούν μια μακρά αλυσίδα συσχετισμών που δημιούργησαν οι ίδιοι χωρίς σαφές τέλος.

Ξεκινώντας από τη βάσιμη υποψία ότι τα κόμματα -εν προκειμένω ο ΣΥΡΙΖΑ- απασχολούν κόσμο για να γράφουν τουίτ έναντι αμοιβής υπέρ του εργοδότη τους και με την παραδοχή ότι αυτή είναι μια σχεδόν ταπεινή δραστηριότητα· ότι στη ΝΔ αγοράζουν με το κιλό φανατικούς ακολούθους, και προφανώς το ίδιο κάνουν και στον ΣΥΡΙΖΑ· ότι έχουμε κρίση και ότι ο προϋπολογισμός για αυτές τις δουλειές είναι αναγκαστικά φτωχός· ότι εξαιτίας της κρίσης δουλειές που δεν θα τις καταδεχόμασταν, όχι μόνο είναι καλές αλλά λέμε και ευχαριστώ· ότι μας έχουν πει ότι τα social media επηρεάζουν πολλούς· ότι το να γράψεις ένα τουίτ δεν είναι και σπουδαίος κόπος, οπότε και η αμοιβή να είναι ανάλογα μικρή (fair market value που λένε)· με αυτές, λοιπόν, τις παραδοχές δεν είναι περίεργο που ένα τουίτ από το 2017, περίπου το τέλος, έγινε πέρυσι ένα αστείο που το εξέλαβαν πάρα πολλοί σαν πραγματικότητα.

Οι αναφορές για τους εξηντάλεπτους, το «κοσάρικο (της μαμάς)» και άλλα παρομοίου κλίματος είναι από τα αγαπημένα σχόλια των αντισυριζομάχων. Γελοιότητες και παπαγαλία τις περισσότερες φορές, αλλά στο ελληνικό Twitter τις λεπτές διακρίσεις δεν τις προσέχει κανένας. Και όμως τα 0,60 ευρώ είναι ένα αστείο (γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται) που έφτασε να γίνει επιχείρημα. Στο μέλλον θα το θυμόμαστε σαν ένα από τα πιο επιτυχημένα μιμίδια του ελληνικού ίντερνετ μαζί με τον αντιπρόεδρο του Εδεσσαϊκού και το «επί ΠΑΣΟΚ… επί ΣΥΡΙΖΑ» και πέρα ίσως από κάθε προσδοκία του δημιουργού του. Την ώρα που τα άλλα δύο λειτουργούν χιουμοριστικά ή/και παράδοξα, το εξηντάλεπτο τουίτ γεννήθηκε από τύχη, με τον μανδύα του αστείου αλλά καταναλώθηκε σαν πραγματικότητα. Και το πέτυχε άριστα. Είναι μια πολύ καλή σύνοψη μιας πιθανοφανούς κατάστασης που με τη σειρά της είναι στο περιθώριο (οργάνωση στο σκοτάδι, αποτελέσματα ορατά σε όλους), μια αποκάλυψη από τα μέσα, η οποία με τη σειρά της έρχεται να επιβεβαιώσει όλα όσα νομίζαμε.

Στο ίδιο πλαίσιο, αυτό της εσκεμμένης διολίσθησης στην ψευδότητα, κινείται η ιστορία με τον Θανάση Καρτερό και τα μαρούλια που δήθεν ζητούσε από τις στήλες του Ριζοσπάστη να καταναλώνουμε άφοβα μετά το Τσερνόμπιλ.

Παρά το ότι κάποια επιμέρους στοιχεία είναι επαληθεύσιμα, όπως ότι σε αυτή την εφημερίδα -σε επιτελική θέση- εργαζόταν ο Καρτερός το 1986, η αναφορά στα μαρούλια είναι το αληθοφανές κερασάκι σε μια εντελώς αληθινή βάση. Μια αλυσίδα από μεταθέσεις, αποσιωπήσεις, λογικά ή/και χρονικά κενά, αλλά και κενά στην αλυσίδα των αιτιών και των αποτελεσμάτων έχουν φτιάξει ένα εκ πρώτης όψεως πειστικό σύνολο. (Θα μπορούσαμε να δανειστούμε ακόμη περισσότερο ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο, αλλά δεν χρειάζεται). Αυτή η ας την πούμε πιθανοφάνεια είναι το μεγαλύτερο προσόν αυτής της εντέλει ψευδούς πληροφορίας, είναι όμως και υλικό που προορίζεται να κάνει για καιρό κύκλους στην ψηφιόσφαιρα. Πολλά θα μπορούσαμε να μάθουμε για αυτά τα φαινόμενα αν υπήρχε κάποιος αξιόπιστος τρόπος να καταγραφούν εν τη γενέσει τους κυρίως όπως προς τη δυναμική τους και τις διαδρομές τους στην ψηφιόσφαιρα, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι εφικτό στην Ελλάδα (ούτε ίσως αν θα θέλαμε να τα μάθουμε αυτά τα πολλά).

Αυτό το παράδειγμα είναι πιο κοντά από τα άλλα σε ένα τύπο fake news που έχει σκοπό να διεγείρει πέρα από το να διαδώσει μια ψευδή, αλλά όχι καταφανώς ψευδή, πληροφορία. Η κινητοποίηση της πιθανοφάνειας ως μοχλού για να μας πείσει ότι μια πληροφορία είναι αληθινή φαίνεται πολύ καλά στην περίπτωση του Κώστα Γαβρά για τον οποίο η τότε νέα υπουργός Πολιτισμού Μυρσίνη Ζορμπά μας είπε ότι πέθανε. Τελικά -και ευτυχώς- δεν πέθανε.

Tweet για τον «θάνατο» του Κώστα Γαβρά

Ήταν μια ψευδοπληροφορία μέσω Twitter από τον ιταλό σεσημασμένο φαρσέρ Τομάσο Ντεμπενεντέτι την οποία πολλοί αναπαρήγαν έστω για λίγο και ακόμη λιγότεροι παραδέχτηκαν ότι έχαψαν. Ο Ντεμπενεντέτι χτυπά μελετημένα, όπως δύο μήνες αργότερα με τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ (αλίμονο, έγινε και αυτό πιστευτό στα καθ’ ημάς), κυρίως θα έλεγα γιατί επιλέγει πρόσωπα που θα μπορούσαν να είχαν φύγει από τη ζωή λόγω ηλικίας (ο Γκοντάρ και ο Γαβράς είναι 88 και 85 ετών), αλλά έχουν και μια θετική εικόνα μέσα και έξω από τη χώρα τους.

Η «είδηση» του θανάτου του Γκοντάρ

Μόλις το σύντομο παραμύθι με τον Γαβρά έλαβε τέλος (όχι πριν από τη σχεδόν εθιμοτυπική προσφυγή της υπουργού στη ΔΗΕ που Κύριος οίδε τι θα μπορούσε να εισφέρει σε μια τέτοια περίπτωση τρολαρίσματος), άρχισε η προβλέψιμη συζήτηση για την προθυμία κάποιων μέσων - ο ΣΚΑΪ ξανά κατάφερε να μπει στον κατάλογο των «κάποιων μέσων» - να το πιστέψουν πρώτα και να το μεταδώσουν ανεπεξέργαστο και αδιασταύρωτο επίσης πρώτα. Το ότι μετά η συζήτηση εκφυλίζεται στην αναζήτηση για άλλη μία φορά των αιτιών πίσω από τα fake news και το ότι κάποια μέσα τα διακινούν σαν στρατηγική (και) με αντιπολιτευτική λογική, μου φαίνεται περισσότερο σαν μια επίδειξη φτώχειας στην ανάλυση. Και αυτό είναι προβλέψιμο.

Μοιραία η συζήτηση ξαναγύρισε στην κάμψη της δεοντολογίας (διασταύρωση, έλεγχος, αξιοποίηση της πηγής) μπροστά στη χρονική πίεση και την -ας το παραδεχτούμε- απόλυτα φυσική ανάγκη της δημοσιογραφίας να μεταδοθεί κάτι μείζονος σημασίας όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αυτή είναι όμως μια μάλλον ηθικολογική συζήτηση ενώ όταν πρόκειται για την περίπτωση του ΣΚΑΪ γίνεται κατ’ εξοχήν πολιτική. Έχω δηλαδή την αίσθηση -με δεδομένο κιόλας ότι μιλάμε για τον ΣΚΑΪ, τον σταθμό-που-δεν-είναι-ποτέ-για-καλό- ότι δεν ενδιαφέρουν τόσο πολύ οι μηχανισμοί μετάδοσης της ψευδότητας αυτοί καθεαυτοί, αλλά οι δίαυλοι διαμέσου των οποίων περνούν. Το ότι παρασύρθηκαν και άλλα μέσα κατά τεκμήριο πιο αξιόπιστα (γιατί είναι ξένα) αξιολογήθηκε επιεικέστερα από το ότι την πάτησαν κυρίως ελληνικά μέσα.