Μια ιστορία με μια αρρώστια

Όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης ανακοίνωσε ότι έκανε μια σοβαρή επέμβαση, συγκέντρωσε πολλές και εντελώς αυτονόητες ευχές για γρήγορη ανάρρωση. Βέβαια, όχι εντελώς αυτονόητες για το ελληνικό ίντερνετ· αυτά που έγραψε η Ραχήλ Μακρή ήταν ένα δείγμα από τα -ευτυχώς λίγα- οδυνηρά που κυκλοφόρησαν. Άλλοτε πάλι θύματα είναι ανθρώποι πέρα από τη σφαίρα των επαγγελματιών της πολιτικής: αυτά που άκουγε η Σέση Καραγιαννίδου από συριζομάχους δεν γίνεται απλώς να μπουν κάτω από τη γενική ρουμπρίκα «τοξικότητα στο ελληνικό Twitter».

Δεν είναι η πρώτη φορά που φτάνουμε σε αυτό το οριακό σημείο και δεν ξέρω αν ωφελεί να εκπλησσόμαστε άλλο πια ή αν έχουμε ξεπεράσει το στάδιο της οργής και αν όλα αυτά μας φαίνονται περίπου αναμενόμενα.

Αυτά όλα μου θύμισαν μια λίγο παλαιότερη ιστορία που ήταν, κατά την άποψή μου, οριακή για την ελληνική ηλεκτρονική κοινωνική σφαίρα. Περιέχει μια είδηση, ή μάλλον «είδηση» με εισαγωγικά, και την αντίδραση σε ένα δυνητικά επικίνδυνο θέμα υγείας για ένα δημόσιο πρόσωπο. Κατά κάποιο τρόπο ήταν κάτι που στις μέρες μας λέμε «fake news»· ενδεχομένως μάλιστα να μην απέχει και πολύ, με όλες τις βάσιμες αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανένας για αυτόν τον χιλιοταλαιπωρημένο όρο.

Συνέβη, λοιπόν, τέτοιες μέρες πριν από πέντε χρόνια, στις 2 Ιουλίου 2013. Εκείνο το απόγευμα ο ενεργός και σήμερα χρήστης και πολίτης-δημοσιογράφος ypopto mousi είχε αποκαλύψει ότι ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς πάσχει σοβαρά: οι εξετάσεις είχαν δείξει πολλά λευκά αιμοσφαίρια με υποψία λευχαιμίας. Η πληροφορία εκτεινόταν σε δύο tweet που, προς τιμήν του συντάκτη τους, υπάρχουν ακόμα:

Μερικές ημέρες νωρίτερα ο Σαμαράς πράγματι είχε διακόψει ομιλία του λόγω αδιαθεσίας. Ο πρώην πρωθυπουργός εξακολουθεί να είναι υγιής· ούτε και αμέσως μετά την δήθεν αποκάλυψη έδειχνε να έχει κάτι σοβαρό, ασχέτως της γνωστής πάθησης στο μάτι, άλλο ένα θέμα για το οποίο είχαν γίνει μερικά λυσσώδη σχόλια.

Θα αφήσουμε στην άκρη τη διαχείρηση της «είδησης» όπως έγινε από άλλους χρήστες και τα χυδαία ως και απάνθρωπα σχόλια που γράφτηκαν, που βέβαια δεν είναι καθόλου ασήμαντα. Το ενδιαφέρον μου είναι περισσότερο δημοσιογραφικό. Ας επικεντρωθούμε στο ότι ο ypopto mousi επικαλέστηκε -και το έγραψε με σαφήνεια σε διευκρινιστκό tweet- πηγή μέσα από το Μέγαρο Μαξίμου.

Ένας περίπου τέλειος συνδυασμός

Το γυάλινο ταβάνι της ερευνητικής δημοσιογραφίας των πολιτών στην Ελλάδα ήταν και εν πολλοίς εξακολουθεί να είναι η πρόσβαση σε πρόσωπα και θεσμούς (ειδικά τα υψηλότερα και υψηλότατα ιστάμενα) και η επίκλησή τους στο ρεπορτάζ. Ήταν ίσως η πρώτη φορά από όσο θυμάμαι που ένας πολίτης-δημοσιογράφος της ψηφιόσφαιρας επικαλείται πηγή από τον στενό πυρήνα της εκτελεστικής εξουσίας, το Μαξίμου· ακόμη και αν δεν ήταν η πρώτη, το είδος της πληροφορίας θα την καθιστούσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαρροή.

Η πληροφορία (ή φήμη ή ό,τι ήταν τελοσπάντων) είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας τέλεια πιστευτής είδησης. Ήταν φτιαγμένη από πληροφορίες, κάθε μία από τις οποίες αληθοφανής, που δέθηκαν σε ένα συνεκτικό σύνολο· χτύπησε όλες τις ευαίσθητες χορδές και έφερε την με-κλειστά-μάτια μετάδοση αυτού που μας συμφέρει. Δεν είναι αυτά τα χαρακτηριστικά των fake news;

Ήταν ένα ιδανικό cascade, μια αλυσίδα ευτυχών, κατά μία έννοια, συμπτώσεων: Είχε, πρώτον, ένα θέμα υγείας (πάντα συγκινούν αυτά), που, δεύτερον, αφορούσε ένα προβεβλημένο, δημόσιο πρόσωπο για το οποίο, τρίτον, μπορούμε να δικαιολογήσουμε (στους εαυτούς μας) εξαιρέσεις για την αναστολή των κανόνων για το προσωπικό/ιατρικό απόρρητο. Αυτό το πρόσωπο είναι, τέταρτον, ιδεολογικός αντίπαλος πράγμα που για ένα μέρος όσων αναπαρήγαγαν την πληροφορία χαλαρώνει ακόμη περισσότερο αναστολές υπέρ μιας διακριτικότερης μεταχείρισης.

Υπάρχει και συνέχεια: Πέμπτον, οι φορείς της διάδοσης της «είδησης» διακρίνονταν (όχι όλοι και όχι στον ίδιο βαθμό) από έναν κυνισμό με αριστερό πρόσημο που νομίζω βγήκε στο προσκήνιο στα χρόνια της κρίσης. Είναι άνθρωποι, έκτον, που είχαν απέναντί τους ένα αντίπαλο επιτελείο, αυτό της ΝΔ, που κατατρυχόταν από ιδέες αντεκδίκησης και υπερδεξιά αισθήματα. Υπήρξαν βεβαίως και προηγούμενα γεγονότα, όπως η κατάπτυστη υπόθεση με τις οροθετικές γυναίκες, που δικαιολογούσαν ίσως τα τωρινά· πολύ νωπό ήταν το κλείσιμο της ΕΡΤ. (Άρα ήταν μια κάποια αντεκδίκηση;) Αλλά, περισσότερο, η «είδηση», που βέβαια παρέμεινε μετέωρη και ατεκμηρίωτη και ξεχάστηκε και για αυτό αξίζει να παραμείνει σε εισαγωγικά, κατέδειξε τη δυναμική και τους μηχανισμούς της ιικής διάδοσης στο ελληνικό ίντερνετ.

Τότε λοιπόν δεν τα λέγαμε fake news και ίσως να μην ήταν· μπορεί να ήταν ένα έντιμο λάθος δημοσιογραφικού μεγαλοπιάσματος, υπερβολική πίστη σε μια πηγή που εκμεταλλεύτηκε αυτή την εμπιστοσύνη. Όσο, όμως, και αν εκ των υστέρων φάνηκε ότι δεν προέκυψε τίποτα, αυτή η μικρή ιστορία δείχνει καθαρά τη προπέτεια ενός μέρους της -ούτως ή άλλως ισχνής- δημοσιογραφίας από τα κάτω στην Ελλάδα - και τις παλιές ρίζες της τοξικότητας.